απομνημόνευση

απομνημόνευση
η (Α ἀπομνημόνευσις)
νεοελλ.
1. προσπάθεια, εργασία για να συγκρατηθεί κάτι στη μνήμη
2. συγκράτηση στη μνήμη, αποστήθιση
αρχ.
διήγηση από μνήμης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… …   Dictionary of Greek

  • παπαγαλία — η [παπαγάλος] 1. μηχανική απομνημόνευση, άκριτη αποστήθιση 2. (χωρίς άρθρο ως επίρρ.) με παπαγαλίστικο τρόπο, σαν παπαγάλος, με άκριτη απομνημόνευση …   Dictionary of Greek

  • ανακατωτός — ή, ό [ανακατώνω] 1. αυτός που ανακατώθηκε, ανακατωμένος, αναμεμιγμένος, ανάκατος 2. επίρρ. «απ έξω κι ανακατωτά», δίχως ελλείψεις, πολύ καλά (αναφέρεται στην εκμάθηση ή την απομνημόνευση) …   Dictionary of Greek

  • ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… …   Dictionary of Greek

  • αντίφωνο — Προέρχεται από τη βυζαντινή και συριακή λειτουργία και είναι ένα από τα παλαιότερα στοιχεία του λειτουργικού μέλους, που ο άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος του Μιλάνου περιέλαβε στη χριστιανική λατρεία στα τέλη του 4ου αι. Με το α., όπως άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • αοιδός — Όνομα που έδιναν στην αρχαιότητα σε επαγγελματίες τραγουδιστές· οι α. αποτελούσαν ξεχωριστή επαγγελματική τάξη (φύλον α.)και ανήκαν στους δημιουργούς, ήταν δηλαδή άνθρωποι σεβαστοί γιατί ήξεραν να κάνουν κάτι. Πολλές πληροφορίες για τους α.… …   Dictionary of Greek

  • αποστήθιση — η η απομνημόνευση …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτομνησία — η (ψυχολ.) ασυνείδητη απομνημόνευση ενός περιστατικού το οποίο δεν επανεμφανίζεται στη συνείδηση αλλά μόνο σε μια ειδική συνειδησιακή κατάσταση, όπως είναι η ύπνωση ή το όνειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cryptomnesia < crypt(o) (< …   Dictionary of Greek

  • μνημονικός — ή, ό (Α μνημονικός, ή, όν) [μνήμων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μνήμη ή στην ανάμνηση 2. το ουδ. ως ουσ. το μνημονικό(ν) η μνήμη, το θυμητικό («έχει δυνατό μνημονικό») νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στην απομνημόνευση ή την υπενθύμιση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”